- αναγέλασμα
- το [αναγελώ]1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγέλασμα — το, ατος περιγέλασμα, εμπαιγμός: Του κόσμου τ αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα (παροιμ. φρ., ο περίγελος του κόσμου περιγελούσε τους άλλους) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)